- καλλιεργητικός
- η , ό[ν] служащий для обработки (земли);
καλλιεργητικό. εργαλεία — сельскохозяйственные орудия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιεργητικό. εργαλεία — сельскохозяйственные орудия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλλιεργητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιέργεια (α.. «καλλιεργητικά εργαλεία» β. «καλλιεργητικά δάνεια») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καλλιεργητικά τα έξοδα που απαιτούνται για την καλλιέργεια κάποιας έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιεργητής.… … Dictionary of Greek
καλλιεργητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην καλλιέργεια: Αγόρασα μερικά καλλιεργητικά μηχανήματα. 2. το ουδ., καλλιεργητικά ως ουσ., σημαίνει τα έξοδα της καλλιέργειας: Πλήρωσα και τα καλλιεργητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δασοκομικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη δασοκομία 2. φρ. «δασοκομικός χειρισμός» ο καλλιεργητικός χειρισμός τών δασοσυστάδων σύμφωνα με τους κανόνες τής δασοκομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασοκομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek